'' ΧΙΩΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ '' . Μιχάλη Γ. Καριάμη

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

ΟΙ ΓΕΛΟΥΔΕΣ

 


Γελούδα


Το έχω πει και το έχω γράψει πολλές φορές, γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του 40, τα βιώματα μου είναι άσχημα. Χρόνια δύσκολα. Οι καταστάσεις, κυριολεκτικά ανυπόφορες. Εφιαλτικές θα έλεγα που δεν θέλω ούτε στην μνήμη μου να έρχονται. Νόμιζα πως αυτοί οι καιροί δεν θα ξανά επέστρεφαν. Πόσο μεγάλο λάθος έκανα. Πόσο έξω έπεσα, με όσα ζούμε και βιώνουμε σήμερα. Μέρες απίστευτες. Μέρες τραγικές ενός φονικού, ακήρυχτου και ύπουλου πόλεμου! Μέρες φόβου και απόγνωσης με άγνωστο αύριο. Ημέρες καραντίνας κορονοϊού !

Απομονωμένοι, κλεισμένοι μέσα σε τέσσερεις τοίχους, με αδυναμία να δεις, να αγκαλιάσεις και να φιλήσεις τα εγγόνια και τα παιδιά σου. Μόνος σου εσύ και ο εαυτός σου.

Μοναδική παρέα, λίγα καλά βιβλία και η πλανεύτρα βασανιστική τηλεόραση να σε βομβαρδίζει καταιγιστικά με μακάβρια νούμερα κρουσμάτων – διασωληνωμένων και νεκρών! Παίρνουν οι φίλοι μου να ρωτήσουν τι κάνω και τους απαντώ πως είμαι ένα τετράμηνο στη ράδα του Μπαντάρ Αμπάς, χωρίς τίποτε το… νεότερο !

Τα εγγόνια μου κλαίω. Στην πιο όμορφη και τρυφερή ηλικία, απομονωμένα σε ένα διαμέρισμα, με κλειστά σχολεία. Χωρίς μάθηση, παιδικές χαρές και φως ηλίου!

Δύσκολα τα παιδικά μου χρόνια, μα πόσο διαφορετικά από σήμερα. Τότε, στο χωριό μου, την «Ναυτομάνα» Λαγκάδα της Χίου, σαν έπεφτε ο ήλιος, μαζεύονταν, γύρο από μια γκαζόλαμπα, όλο το σόϊ. Όλη η γειτονιά. Για την  καθημερινή «Βεγγέρα». Σαν τέλειωναν όλα τα σχόλια και τα καμώματα, της ημέρας, άρχιζαν να ξεσκέπαζουν αναμνήσεις και ιστορίες μιας άλλης εποχής, που άκουσαν ή έζησαν. Το αμυδρό φως έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο μυστηριώδη. Δεν υπήρχε ούτε στην σκέψη, ηλεκτρικό φως. Από νωρίς, σκοτείνιαζε. Ο κόσμος κλείνονταν στα κοντινά σπίτια της γειτονιάς!

Εποχές γενικής άγνοιας. Ριζωμένου φόβου και βαθιάς δεισιδαιμονίας. Σκόπιμα, λόγω αποτροπής, διέδιδαν ψέματα, ώστε ορισμένα μέρη (κτήματα , περάσματα, πηγάδια ή πηγές), να θεωρούνται τρομακτικά και απόκοσμα. Στην πραγματικότητα, σκαρφίζονταν ιστορίες φόβου για να αποτρέψουν την πρόσβαση του κάθε παρείσακτου στα κτήματα τους, ειδικά την νύκτα.  


Σφαντό

Ιστορίες με στοιχειωμένα δέντρα, τρίστρατα ή γεφύρια. Αράπηδες, γουρούνες με γουρουνάκια, φαντάσματα, αερικά και σφαντά (φαντάσματα). Οποιαδήποτε σκιά, ήχος, λαμπερό φως, τριγμός, κουκούρισμα κ.α. τρόμαζαν, έσπερναν φόβο και λάβαιναν μυθικές διαστάσεις. Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα, δεν υπήρχε περίπτωση άρνησης των γεγονότων ή προβληματισμός για την ορθότητα. Και αν ποτέ κάποιος αμφισβητούσε τα λεγόμενα, έπεφταν όλοι επάνω του. «Μα το άκουσα από την Μάνα μου ή τον θείο μου ή τον κύριο τάδε πούναι σεβάσμιος άνθρωπος» .  «Μααα… Εμείς οι σημερινοί γιατί εν βλέπουμενε τίποτις ;». «Τότες που τα βλέπανε ο κόσμος ήτανε πιο αγνός και τίμιος …» Οπότε έπαυε κάθε άλλη σκέψη για αμφισβήτηση.  

Έχω αναφέρει για φόβητρα με θύματα τα παιδιά και θύτες τις γιαγιάδες (π.χ  Την «Σεντονού», τον «Μεσημεριανό», τον «Καλοκαιρινό», το «Τακουνάκι», τα «λαγουδάκια», τον «ατσίγγανο» ως και το «βαρέλι του Οβριού  με τα καρφιά».      Αυτό όμως που κυριαρχούσε ήταν οι «Γελούδες» (αλλού Αγελλούδες).  

Ειδικά σε εμένα για αρκετά χρόνια ήταν σημείο αναφοράς, μια και όλα τα μέλη της ράτσας μου, από την πλευρά του Πατέρα της Μητέρας μου, βεβαίωναν την αλήθεια των ιστοριών.


Ευρύτερη περιοχή Λαγκάδας - Στο κέντρο το κτήμα '' Κουφό Πηγάδι''


Έλεγαν πως το βασίλειο των «Γελούδων», ήταν στο «κουφό πηγάδι» (ή στου ''Λαγού το περιβόλι'' όπως το έλεγαν τότε). Κτήμα ιδιοκτησίας, τότε, Παντελή Μπουσσέ - «Λαγός», (Παππούς της Μητέρας μου). Αράδιαζαν κάμποσες ιστορίες, με κατά καιρούς, παθούσες της γενιάς των Μπουσσέδων. Ήταν λέει κάποτε, μια πανέμορφη κόρη, η οποία, σε μια επίσκεψη στο κτήμα τους, έμεινε άλαλη και με κατακόκκινη τη μια πλευρά του προσώπου της. Μετά από πάροδο ημερών, όταν συνήλθε, ζήτησε χαρτί και μολύβι και περιέγραψε το συμβάν «Άκουσε δυο γυναίκες να συζητούν έντονα. Η μια έλεγε, με θαυμασμό. Τη όμορφη κόρη. Θα την βλάψω. Η άλλη ικέτευε. ‘Αστην να χαρεί την ομορφιά της. Κρίμα είναι να τη βλάψεις». Η κοπέλα γύρισε πίσω να δει ποιες ήταν. Πρόλαβε να δει δυο λευκοντυμένες οπτασίες να ίπτανται λίγο πάνω από το έδαφος. Με μιας όμως ένοιωσε ένα δυνατό κτύπημα στο μάγουλο. Έχασε για πάντα τη μιλιά της. Την έτρεξαν στη Χώρα σε γιατρούς. Τίποτα! Λίγο αργότερα αφότου έγραψε το πάθημα της, πέθανε.

Η παράδοση θέλει να φιλονικούν πάντα η κακή Βασίλισσα με την καλή συνοδό της. Μετά από αμέτρητες τέτοιες ιστορίες κατάλαβαν ότι οι πρωτότοκες κόρες της οικογένειας Μπουσσέ, ήταν ανεπίτρεπτο να εισέρχονται  έστω και για λίγο στο κτήμα τους.  Η τελευταία παθούσα, ήταν η Ξενιώ Πάσσα (Μπουσσέ),γιαγιά της συζύγου μου. Έχασε το μάτι της στο «κουφό πηγάδι» (μέσα σε μια στιγμή άσπρισε ο βολβός). Πέθανε στα τέλη της δεκαετίας του 1960.  Οι γονείς της μητέρας μου, ποτέ δεν της επέτρεψαν να περάσει έστω και μακριά από το κτήμα.  Ο παππούς και οι γιαγιά της, την διαβεβαίωναν ότι όποτε έπρεπε να κοιμηθούν στο μικρό καλύβι που είχαν στο κτήμα, όλη την νύχτα έπρεπε να ανάβει φως και φωτιά και το καντήλι. Για να αποτρέπουν τις γελούδες να μπουν μέσα και να τους κάνουν κακό. Έλεγαν ότι όλο το βράδυ τα ξωτικά, έκλαιγαν σπαρακτικά και τους παρακαλούσαν να ανοίξουν να τις πάρουν μέσα. Σταυροκοπούμενοι, αδιάκοπα ψιθύριζαν «Ιησούς Χριστός Νικάει και Όλα τα Κακά Σκορπάει». Κάποτε δε σε μια βραδιά συνεχούς ενόχλησης, η γιαγιά της Δροσιά, (Φύκαρη - Καμπούραινα) πείρε στα χέρια της το καντήλι και με αυτό έκανε τρις φορές το σημείο του Σταυρού. Την Τρίτη φορά, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος τον οποίο ακολούθησε απόλυτη σιγή.  Σταυροκοπήθηκαν και οι δυο. μεμιάς  είπε ο παππούς «Να που τώρα πια έσκασε το κακό»! Ό προπάππος μου Παντελής Μπουσσές (Λαγός), σύμφωνα με την επιθυμία του, τάφηκε μέσα στο κτήμα του!


Φυλακτό με εγχάρακτη απεικόνιση  του Αγίου Γεωργίου

Πέρα από τις Γελούδες και τις Αγελούδες, Υπάρχουν αναφορές και για «Γιαλούδες» σε αρκετά νησιά του Αιγαίου μας. Αναφορά για Gelludes, υπάρχει και στην Καταλανική γλώσσα, στον «Πειρασμό του Saint Antoine». Επίσης  στην Κρήτη αναφέρουν φάντασμα με την ονομασία «Γελλώ».

Αυτό το κακό ξωτικό ήταν γνωστό από τα βάθη των αιώνων, μια και το αναφέρει η «Σαπφώ», «Γελλούς παιδοφιλωτέρα», αφορά γυναίκα που πέθανε κατά τον τοκετό. Έγινε δαιμονικό που έβλαπτε τα παιδιά και ήταν πραγματικό φόβητρο των μανάδων κυρίως των Μεσαίωνα. Την   αναφέρουν η «Σούδα», ο Ησύχιος, ο Ζηνόβιος, ο Μιχαήλ Ψελλός ο Νικηφόρος Κάλλιστός Ξανθόπουλος.

Πιθανά όμως η ονομασία «Γελλώ», μας αφήνει να εννοήσουμε δαιμονική ύπαρξη, με τρομακτικό γέλιο ευχαρίστησης από το κακό που πραγματοποιεί .


Ξύλινο φυλαχτό 

Τέλος πάντων, οι μέρες που ζούμε είναι τραγικές και κυρίως για τα μικρά παιδιά. Νιώθουν την άσχημη κατάσταση των γονιών τους. Το φάσμα της επιβίωσης. Ζουν στο πετσί τους την φτώχια την ανεργία που δέρνει τα σπιτικά τους, οπότε σε ένα πράγμα είναι τυχερά απέναντι σε εμάς. Ότι εδώ και αρκετά χρόνια δεν ακούν από τους δικούς τους, ιστορίες και πλάνες με τις οποίες μεγαλώσαμε εμείς. Τα φοβίζει μόνο η σκληρή πραγματικότητα. 

Ας ανδρωθούν με γνώμονα την αλήθεια και ας αγωνιστούν για ένα καλύτερο αύριο. Για έναν κόσμο καλύτερο και όχι ψεύτικο και δύσμοιρο  όπως άθελα μας του παραδίνουμε εμείς … !










Μιχάλης Γ. Καριάμης                                                                        

Πλοίαρχος Ε.Ν.




Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΞΕΣΗΚΩΜΟ


Κυδιάντα : Άγιος Γιάννης

Αυτό το κείμενο, ας θεωρηθεί μικρή συμβολή μου στην ιστορική διαδρομή του γενέθλιου τόπου μου, στην επέτειο των διακοσίων ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Στα χρόνια του ξεσηκωμού του γένους, το χωριό (Κυδιάντα), είχε γύρω στους 800 – 900 κατοίκους και σχολείο με 150 περίπου μαθητές. Στο χωριό υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα 2 εκκλησίες α)  του Άγιου Γιάννη με τους πολύ παλιούς πρίνους. β) της Άγιας Αναστασιάς.

Οι Κυδιαντούσοι, σαν γνήσιοι απόγονοι του Δρίμακου και των ανδρών του,  ήταν από τους λίγους  Χιώτες που άκουσαν το σάλπισμα της επανάστασης του 1821.

Στο ημερολόγιο του Ναύαρχου Τομπάζη, αρχηγού του Ελληνικού στόλου, που είχε αγκυροβολήσει στου «Πασά τη Βρύση» και προσπαθούσε να ξεσηκώσει τους Χιώτες στέλνοντας αντιπροσώπους στα γύρω χωριά. Με ημερομηνία 29 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή, υπάρχει έγγραφη καταχώρηση η οποία αναφέρει «Οι Βρονταδούσοι δήλωσαν πως θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν καμιά τετρακοσαριά ανθρώπους αποφασισμένους να πολεμήσουν στην περίπτωση που ήθελε επιχειρηθεί απόβαση από τα πλοία και μόνον 100 άνθρωποι ημπορούν να έβγουν από το χωρίον Λαγκάδες». Πράγματι μεγάλο τόλμημα των άοπλων αυτών ανθρώπων.


Κυδιάντα : Ιερός Ναός Αγίας Αναστασίας

‘Ίσως πολλοί από αυτούς  αργότερα να ακολούθησαν τον μεγάλο , αλλά άγνωστο, στους πολλούς Καρδαμυλίτη ήρωα «Κωνταναγνώστη» μια και στα κατορθώματα του, αναφέρουν ότι οι άνδρες του ήταν από τα Καρδάμυλα, το Βροντάδο και τα γύρω χωριά.

Το 1822 και μετά τον ξεσηκωμό, η περιοχή καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι άνθρωποι σφάχτηκαν (Βαχίτ Πασάς). Ο Κιουτσούκ Αχμέτ Μπέης, κατάστρεψε και έσβησε από προσώπου γης το Βροντάδο. Ο Τούρκος ιστορικός Δζεβδετ και ο σφαγέας της Χίου Βαχίτ Πασάς, αναφέρουν ότι ο Αμντί με 8.000 στρατιώτες κατάστρεψε και αφάνισε τη βόρειοανατολική περιοχή της Χίου. Λένε για την αντίσταση των κατοίκων των περιοχών μας και για τις σφαγές που ακολούθησαν. Ειδικά δε για το Πιτυός όπου χωρίς καμιά υποστήριξη οι Πιτυανοί κλείστηκαν στα σπίτια και τον πύργο τους. Αντιστάθησαν γενναία, όσο μπόρεσαν, και υπέκυψαν αφού προηγούμενα προξένησαν σοβαρές ζημιές στους Τούρκους. Αυτή την εποχή καταστράφηκε ολοσχερώς και ο πύργος των «Κοίλων».

ΧΙΟΣ : Κοίλα, ο ερειπωμένος Πύργος

Βαχίτ Πασσάς : «Ακολούθως οι στρατιώτες μας διευθήνθηκαν εις το χωρίον Πιζικ Τζη (Πιτυούα) όπου ήκουσαν τους περιφημότερους αντάρτας. Τα χωρία τούτα δεν υπετάγησαν παρα δι αιματηράς μάχης εις ην εξ ημών έπεσαν αρκετοί νεκροί έξ αυτών δε δεν έμεινε ίχνος ζωής, ούτε περιουσίας και οι οίκοι των αυτοί και αι καλύβαι των κατεκάησαν των οικούντων περασθέντων εν στόματι μαχαίρας».

Εξάλλου, είναι γνωστές οι σφαγές στα Καρδάμυλα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το τι θα συνέβη και στην Κυδιάντα, όταν τα γύρω χωριά σύμφωνα με τις περιγραφές των Τούρκων σβήστηκαν από τους χάρτες. Οι Τούρκοι, έπιασαν τον παπά Κωνσταντή Κούνουπα, μέσα στην εκκλησιά του Αη Γιάννη Κυδιάντας, ενώ λειτουργούσε, τον σαμάρωσαν και από τον παλιό δρόμο Κυδιάντας – Χώρας τον έφεραν στην πρωτεύουσα όπου και μαρτύρησε στο «Βουνάκι». Πολύ πιθανά η περιγραφή του Σταμάτη Μονιού, την οποία καταγράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, να αφορά τον δικό μας Εθνομάρτυρα ιερέα. Αναφέρει λοιπόν ότι είδε τον παπά που του είχαν βάλει οι βάρβαροι «χαλινάρι». Ένας από αυτούς, κάθισε στη ράχη του και τον τσιγκλούσε σαν γομάρι να τον πάει περίπατο, ενώ άλλοι ακολουθούσαν διασκεδάζοντας. Σαν έφτασαν εκεί στον πύργο, ο παπάς κουράστηκε. Του έβγαλαν λοιπόν το σιλιβάρι, του κόψανε το κεφάλι. Του το βάλανε με το συμπάθιο στον πισινό και του βάλανε φωτιά στα γένια του.

ΧΙΟΣ : Κυδιάντα, αποτύπωση φρίκης από τη Σφαγή του 1822 - Παιδικό κρανίο με εμφανές το φονικό τραύμα

Η παράδοση θέλει άνθρωποι φυγάδες, να φθάνουν στην Κυδιάντα από διαφορετικά μέρη της Χίου. 2.500 άτομα κρύφθηκαν στην σπηλιά του Άγ. Γιάννη (με τους σεισμούς η σπηλιά έφραξε και σήμερα έμεινε βατό ένα μικρό τμήμα της εισόδου). Όπως μαρτυρούν πολλοί γέροντες που γνώριζαν, η σπηλιά έβγαζε μέσα στην εκκλησιά. Αναφέρουν δε ότι κάτω από τον ναό, υπάρχουν θολωτές στοές … πλάκες και … κόκκαλα ! Όσοι κρύφθηκαν μέσα στην σπηλιά, θεώρησαν ότι είναι ασφαλείς. Πράγματι η σπηλιά έχει την είσοδο της σε μέρος δύσβατο που βλέπει στον ουρανό και είναι αόρατη από τα περάσματα. Πέραν όλων αυτών, η παράδοση λέει ότι μια αράχνη, είχε πλέξει τον τεράστιο ιστό της και έφραζε την είσοδο. Όσο πέρναγαν οι ημέρες, η πείνα άρχιζε να θερίζει τους κρυμμένους. Είχαν μαζί τους και ένα μικρό παιδί που συνεχώς έκλαιγε. Για να ξεχνά την πείνα του, του έδιναν να μασουλά  «παστελαριές». Μόνο για τις σωματικές τους ανάγκες έβγαιναν οι κρυμμένοι από την σπηλιά  

Μια φορά, τα καραούλια φώναξαν να κρυφθούν, γιατί φάνηκαν Τούρκοι. Πράγματι, οι διώκτες τους, έφθασαν εκεί. Παρατήρησαν τα νωπά ίχνη ζωής και άρχισαν να ψάχνουν χωρίς αποτέλεσμα. Όταν αποφάσισαν να φύγουν,  άκουσαν σε κάποιο βράχο κελάηδημα πουλιού. Κάποιος από αυτούς κυνηγώντας  το πουλί έφτασε εκεί και έκπληκτος πρόσεξε μια φρεσκοσαλιωμένη παστελαριά πάνω στον ιστό της αράχνης. Το στοματάκι του μικρού παιδιού άθελα του, πρόδωσε τους κρυμμένους φυγάδες. Το τι επακολούθησε είναι εύκολο να καταλάβει ο καθένας.Κάτι παρόμοιο, συνέβη αυτές τις αποφράδες ημέρες της συμφοράς και του ολέθρου, λίγο πιο πάνω από τον «Άγριο ποταμό» στο «Χαμόσπηλο» ή διαφορετικά ονομαζόμενο «Σπήλιο του Φλωριού». Δυστυχώς, η απελπισία μιας μωρομάνας να πάει στο πηγάδι των «Σπαρτήνων» για να πάρει νερό για το βλαστάρι της, έγινε αντιληπτή από τους βάρβαρους. Ακολούθησε η προσφιλής τους συνήθεια της γενικής σφαγής.

Κυδιάντα : Το Σχολείο 

Οι άνθρωποι σφάζονταν στην είσοδο της σπηλιάς και οι τούρκοι τους πετούσαν στην χαράδρα. Όταν κουράστηκαν να σφάζουν, έβαλαν φωτιά στην είσοδο της σπηλιάς και οι κρυμμένοι πέθαναν από ασφυξία. Σώθηκε μόνο ένας με μισοκομμένο κεφάλι στο «χαμοσπήλι» ο οποίος αργότερα διηγήθηκε τα φρικτά συμβάντα. Η παράδοση πάλι θέλει κάποιος ξενομερίτης με το παρατσούκλι «κολιός»  να πρόδωσε την κρυψώνα για να σώσει την ζωή του . Πιθανότερα αυτή η εκδοχή να είναι πιο κοντά στην αλήθεια!

Ορισμένοι από τους Κυδιαντούσους, πήραν τα βουνά ή τις στράτες προς το «κάβο Μελανίος» και τα «Ψαρά». Κατά την παράδοση, πρόγονος μου, με το επώνυμο  «Μπουσσές», ένας πανύψηλος διάκος (κοκκινωπός, χεροδύναμος και μονόφθαλμος), πήρε την οικογένεια του, με ένα γιαταγάνι στο χέρι, για κάθε κακό συναπάντημα, πέρασε στα Ψαρά.

Μαρία Αγγελικούση – Καρδαμυλίτισσα «Η παναγιά μούδωκεν κουράγιο και άντε σιγά – σιγά πάω στου Μώρου τη σπηλιά (Δερφίνι). Εκεί ήταν και άλλοι χωριανοί κι ΄νας συγγενής μας».


Κυδιάντα : Το όρος Ροδινό. Στο κέντρο ο Άγιος Γιάννης. Αριστερά της κορυφής η σπηλιά του Άη Γιάννη  


Στέφανος Δεληγιάννης – Καρδαμυλίτης : «Σαν ήταν εδώ, εφοβούντο να παν στο χωριό γιατί  των έκαμαν οι τούρκοι μπαμπεσιάν κι έφαξαν τόσο κόσμος, επήγαν στην Λαγκάδα κι έκατσαν εις τον «Τράχηλο» που είχε ο παππούς μου κτήμα και τον πάτον, τον ενθυμούμαι κι εγώ. Εκεί υπάρχει και μια σπηλιά που λέγεται του «Τριφυλλιού η Μάνα». Δεν είχε όμως ψωμί κι εκεί επόθαναν απέ την πείνα και τα δυο του παιδιά»

Κων/νος Τσέτσερης – Βρονταδούσης : «Εκεί που κάθονταν μια μέρα και φύλαγε το παιδάκι κι ήρμεγεν ο μπάρμπας μου λέει «Μπάρμπα  τούρκοι! Εγέμωσεν ο κόσμος πάνω στους λάκκους (Φλώρι)» Οι πρώτοι ήτανε στο «Παλιό λαγκάδι (Άγιος Γιάννης στο Θόλος) και οι τελευταίοι στη «Φουντάνα» (Αίπος)».

Στέφανος Καλογεράς – Καρδαμυλίτης : «Άμα εβράδιασεν, έφτασε στον Αγ. Γιώργη το Φλώρι ύστερι; Στη Συκιάδα. Εκεί σ΄ ένα πηγάδι ήταν Λαγκαδούσοι κι έπαιρναν νερό. Λέει της «Σκλαβάκιν είμαι κι εξέκοψα». Τέλος ένας τον επήρε σπίτι του και την άλλην μέρα τον έστειλε στο χωριό».

Κυδιάντα :) Το Νοτινό χωριό όπως είναι σήμερα 

Η παράδοση λέγει για κάποιον Γιώργη Παππά, που ήταν στη Σμύρνη κι όταν άκουγε Λαγκαδούσικα καΐκια, πήγαινε και ρώταγε τα νέα της Κυδιάντας και των δικών του. Δεν έχανε την ευκαιρία να παρακαλεί να τον πάρουν κρυφά μαζί τους.  Γνωστή η ιστορία του τούρκου φοροεισπράκτορα ο οποίος σαν έμαθε την καταγωγή του ήρθε και έμεινε για πάντα στην Λαγκάδα. Η παράδοση μιλά για κάποιον που τούρκεψε σαν έμαθε την αλήθεια και τις ρίζες του, γύρισε στην Κυδιάντα . Έγινε καλόγερος στο Μερσινίδι. Τον έτρωγε όμως το μαράζι πως άθελα του, αλλαξοπίστησε. Ζητούσε από τον Θεό να τον συγχωρέσει. Ζητούσε από τους άλλους να δουν μεταθανάτια σημάδια. Λένε πως σαν πέθανε πάνω στο μνήμα του φύτρωσε ένας ολόλευκος κρίνος!                                                                        Υπάρχουν ιστορίες, και ονόματα ανθρώπων που στο πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου έχουν χαθεί δια παντός !

Μετά από επταετή δουλεία, όπως όριζαν οι τουρκικοί νόμοι, λίγοι – λίγοι, επέστρεφαν στις πατρογονικές τους εστίες.

Κυδιάντα : Το Βόπειο τμήμα του χωριού με το "Λακκί", όπως είναι σήμερα 

Βασικά, το 1830, αρχίζει η επιστροφή των φυγάδων στον γενέθλιο τόπο τους στην Άγια Μάνα Γη της Κυδιάντας. Άρχισαν την ανοικοδόμηση του βίαια ρημαγμένου τόπου. Κτίζουν τα σπίτια τους. Μάζεψαν τα διάσπαρτα οστά των σφαγιασθέντων. Τα τοποθέτησαν κάτω από τον  Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη. Η νέα κατάσταση διαμόρφωσε κοινωνία αγροτο-ποιμενο-ναυτική. Τον χειμώνα η ασχολία ανδρών και γυναικών ήταν η γεωργία. Τα καλοκαίρια οι άνδρες ταξίδευαν. Αρχικά με τα λιγοστά καΐκια τους . Έπειτα  το ναυτικό επάγγελμα μπήκε για τα καλά στη ζωή τους. Στο πετσί τους. Η μοναδική απασχόληση τους!

Τα σπίτια της Κυδιάντας, γενικά ήταν διόροφα. Κάτω χωρισμένα σε μικρές αποθήκες ενώ ο πάνω όροφος ήταν ένα μεγάλο ενιαίο δωμάτιο. Στα παράθυρα, δεν υπήρχαν τζάμια και την ημέρα κουρτίνες σφάλιζαν το άνοιγμα. Σε όλα τα σπίτια του, στο «κατώι» υπήρχαν τεράστιοι πίθοι όπου αποθήκευαν το λάδι και άλλοι μικρότεροι για σύκα, κουντουρούδια κ.α. Τα πιθάρια τα τοποθετούσαν πριν ακόμα χτιστούν οι τοίχοι του σπιτιού.

Κυδιάντα.... σήμερα ... !!!

Από την μια πλευρά του χωριού την νοτινή, ήταν ο Άγιος Γιάννης, με τον χιλιόχρονο «πρίνο» του. (τον Φυτικό Μαθουσάλα της Χίου}, το σχολείο το σπίτι του παπά, το νεκροταφείο. Όλα αυτά στην πλευρά του «Ροδινού» Στην απέναντι πλευρά του χωριού, την βόρεια, ήταν η Άγια Αναστασιά, ο κύριος όγκος των οικοδομών με το «Λακκί» (η πλατεία της Κυδιάντας). Ακόμα υπήρχε ο μικρός οικισμός «Νενέδο».  Ίσως ο πρώτος απ όλους . Πιθανά να ήταν η θέση του μεσαιωνικού   χωριού. Μια και κοντά του είναι η θέση «Μαζαγρελίνα» που παραπέμπει σε παλιά αρχοντική οικογένεια του νησιού μας. Όλα αυτά στην πλαγιά του ορεινού όγκου «Βίγλες»








Μιχάλης Γ. Καριάμης

Πλοίαρχος Ε.Ν Πρόεδρος ΝΑΥ.ΣΥ.ΚΟ «ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ»




       Σαλόνι Φωτογραφιών 

 







ΚΥΔΙΑΝΤΑ : Ο Ερειπιώνας σήμερα 





ΚΥΔΙΑΝΤΑ : ο Άη Γιάννης με τον υπερ - Χιλιόχρονο Πρίνο του 



           

ΚΥΔΙΑΝΤΑ : Ο Ερειπιώνας όπως είναι σήμερα 





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ : Η ΛΑΓΚΑΔΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ - Π.Σ.Λ. ΧΙΟΥ Ο ΦΑΡΟΣ "Η σφαγή της Χίου εις το στόμα του χιακού λαού" - Στυ. Βίου Απομνημονεύματα πολιτικά του Βαχίτ Πασά Πρέσβεως εν Παρισίοις τω 1802, Ρεϊζ Εφέντη τω 1808 και τοποτηρητού της Χίου τω 1822 Ιστορία της Χίου - Γεωργίου Ι. Ζολώτα Η Χίος του 1822 - Ι. Δ. ΧΑΝΙΩΤΗ Η ΧΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ - ΝΙ. Ζ. ΠΕΡΡΗ