ο Μπάρμπα Τάσος, εν ώρα δράσης
Όταν μπήκα για πρώτη φορά
στον φιλόξενο χώρο των γραφείων του
Ναυτικού Συλλόγου Κορυδαλλού (ΝΑΥ.ΣΥ.ΚΟ), με εντυπωσίασε το πλήθος και η ποιότητα των εκθεμάτων. Ζωγραφικοί
πίνακες. Φωτογραφίες πλοίων. Διάφορα ομοιώματα σκαφών. Πάσης φύσεως αντικείμενα
της ναυτικής εργασίας. Αυτό όμως το οποίο τράβηξε και μαγνήτισε τη ματιά μου
ήταν ένα «μοναδικό» μοντέλο καϊκιού.
Γραφεία '' ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟ ΓΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ''
Αριστερά ο Δημιουργός - Δεξιά ο Γράφων
Γραφεία '' ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟ ΓΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ''
Αριστερά ο Δημιουργός - Δεξιά ο Γράφων
Ένα γνήσιο και
χαρακτηριστικό Ελληνικό σκαρί, το οποίο , ανά τους αιώνες συνεχίζει να σκίζει τις
θάλασσες μας. Ήταν μια «περαμάτα» με το όνομα «ΕΓΚΛΕΖΟΝΗΣΙ», έργο
Αναστασίου Θ. Σπανέλη. Η καρδιά μου
σκίρτησε ! Τα καΐκια, τα λάτρεψα. Ήταν η προαιώνια και μοναδική ενασχόληση των
προπατόρων μου. Για χρόνους πολλούς, υπήρξε ο χώρος της εργασίας μας. Γέφυρα
επικοινωνίας με τον έξω κόσμο αλλά και με τα κοντινά χωριά. Η λέξη «δρόμος»
ήταν άγνωστη σε εμάς. Για τους άντρες
της αρμυρής ράτσας μου, το καΐκι, ήταν το σπίτι τους. Δυστυχώς, πολλές φορές,
αλίμονο και τάφος τους ! Μεγάλωσα, σε
μυροβόλο νησί, στην ανατολική εσχατιά της Ελλάδας .
Ο Άγιος γενέθλιος τόπος μου, η Λαγκάδα της Χίου, ένα γραφικό χωριό καραβοκύρηδων, όπου
τα μεσοδόκια και οι ξυλοδεσιές
όλων των σπιτιών, ήταν από άλμπουρα και μαδέρια παλιών ιστιοφόρων. Αντί
για κουρτίνες, στις πόρτες και τα παράθυρα είχανε παντιέρες και πολύχρωμα
σινιάλα. Αντάμα με τα εικονίσματα, τα
κάντρα των οικογενειακών πλεούμενων. Για να ξεκουραστούν οι οδοιπόροι, δεν
κάθονταν σε πεζούλες μα σε παλιά τιμόνια και μακαράδες καϊκιών.
Στον τόπο μου, το κύριο
χαρακτηριστικό του νοτισμένου αγέρα, ήταν η μυρωδιά του κατραμιού και της πίσσας
από το «παλάμισμα» των βρεχάμενων στο καρνάγιο. Στις ατέλειωτες χειμωνιάτικες
νυκτερινές βεγγέρες, οι ιστορίες για ταξίδια, αβαρίες και χαμούς έδιναν και
έπαιρναν με έναν βαρύ αναστεναγμό να επισφραγίζει το τέλος της συζήτησης . Όλες
οι γυναίκες της ράτσας μου, φορούσαν μαύρα ρούχα σε ένδειξη πένθους για όσους
ήταν σε υγρά και αρμυρά μνημούρια. Στο παιδικό μυαλό, οι ιστορίες λάβαιναν
σάρκα και οστά και γινόντουσαν όνειρα! Όνειρα
για ταξίδια μακρινά στις μακρινές θάλασσες του κόσμου. Σε ρότες ξωτικές
κόντρα σε γοργόνες, σίφουνες θαλάσσια σερπετά και μώρους! Αμ το Εγκλεζονήσι πάλι; Πόσες ιστορίες δεν
είχα αποστηθίσει από ακούσματα του παππού μου και των θείων μου!
Το π/κ '' ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ''
Παλιοί «σαβουραντζίδες» όλοι τους. Άνθρωποι θεόρατοι και χεροδύναμοι. Με την οικογενειακή τους «μαούνα» κουβάλαγαν άμμο από το Φάληρο στον Πειραιά για τις ανάγκες οικοδόμησης του Ηλεκτρικού Σταθμού ! Μαζί τους, με άλλη μαούνα, και οι «καρντάσηδες » οι Εγκλεζονησιώτες, φίλοι, μα ποιο πολύ αδέλφια. Μόνο ο ύπνος τους χώριζε. Στο τέλος της κοπιαστικής ημέρας, πριν πούνε καληνύχτα, έπρεπε να πάνε να σηκώσουν μια παλιά άγκυρα πολεμικού πλοίου, κάπου παρατημένη στο Πασαλιμάνι. Όποιος την ύψωνε περισσότερο …….. κέρναγε τα ούζα ! Μα είχε και καμάρωνε. Σήμερα ήταν αυτός ο νικητής ! Ο ποιο γερός! Ήταν ο πρώτος του σιναφιού.
Καμάρι και τιμή του ως την επόμενη κόντρα. Ασυναγώνιστος ο γέρο Κωνσταντής Παντελή Μπουσσές ή «Λαγός», γνωστότερος και σαν «άγαρμπος». Οι ιστορίες και τα κατορθώματα, αυτού του καλοκάγαθου γελαστού γίγαντα, απίστευτες. Βλέποντας το μοντέλο της «περαμάτας», όλα αυτά, μονομιάς ξύπνησαν μέσα μου, μετά από λήθαργο πολλών δεκαετιών.
Ο κυρ Τάσος, σκαρώνοντας ένα ΄΄ Όνειρο ΄΄
Ζήτησα να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο που «σκάρωνε όνειρα». Όταν τον πρωτοείδα και πάλι ένοιωσα ένα ξάφνιασμα. Ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος «καϊκτσή» της άσπρης θάλασσας ! Δε ξέρω γιατί, αλλά όλοι οι ξεχωριστοί άνθρωποι που απάντησα στη ζωή μου, ήταν ποιο κοντοί και από τους κοντούς. Το «ουκ εν τω πολλώ το ευ», στην περίπτωση μου φαίνεται αληθοφανές . Ένας ταπεινός, ζεστός άνθρωπος με το «Λαγκαδούσικο κασκέτο ή Μαρσιγιέζικο σκουφί» στην κεφαλή. Αυτό το καπέλο, έκανε να ξεχωρίζουν οι «καϊκτσήδες» από τους στεριανούς. Ποιος να τολμούσε να φορέσει το «σήμα κατατεθέν» του νησιώτη ακτοπλόου ναυτεργάτη;
Ήταν αδιανόητο! Σήμερα, αυτό το ναυτικό κασκέτο, «Made in China», το πουλούν σαν φολκλορικό είδος για να φορέσει ο κάθε αδαής τουρίστας! Με τις πρώτες μας κουβέντες, από την προφορά του, μάντεψα τους τόπους καταγωγής του. Ο «Ναυπηγός ονείρων» ή Αναστάσιος Σπανέλης, γεννήθηκε στο «Κουτσουκάρι». Τον σημερινό Δήμο Κορυδαλλού, το 1934. Ο πατέρας του Θοδωρής, γέννημα θρέμμα Εγκλεζονησιώτης με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Η Μητέρα του Κυριακή, κράμα Μικρασιατο – Χιώτικο. Μια ζωή κυνηγημένοι και ξορισμένοι από τις προαιώνιες πατρογονικές εστίες. Φυγάδες το 1912, πήγαν στη Λέσβο. Γύρισαν στο Εγκλεζονήσι το οποίο ήταν η αρχαία ελληνική νήσος Δρυμούσα, που βρίσκεται στον κόλπο της Σμύρνης, απέναντι από την αρχαία ιωνική πόλη Κλαζομενές. Έφτιαξαν ασβεστοκάμινα, μετάφεραν και πωλούσαν τον ασβέστη με τα δικά τους καΐκια. Χρόνοι ταραγμένοι. Φυγάδες για πάντα το 1922. Άφησαν πίσω τους τις αλησμόνητες πατρίδες. Στην αρχή πήγαν στο Βόλο, μετά στέριωσαν στον Πειραιά, στην Δραπετσώνα, όπου τους γνώρισαν σαν «Τζουγανάκια». Με το οικογενειακό τους καΐκι «Ταξιάρχης», εδώ έγιναν σαβουρατζίδες. Ό κυρ Τάσος, από δωδεκάχρονο παιδάκι, στη βιοπάλη. Άρχισε να εργάζεται στη Βιομηχανική μονάδα του ΑΞΕΛΟΥ, στον Άγιο Διονύση. Ναι υπήρχε και τέτοια ενασχόληση στην πατρίδα μας. Πέραν αυτού, οι Βιομηχανίες του ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ και του ΜΑΡΚΩΤΣΗ, παρήγαν Μηχανές Θαλάσσης.
Δια χειρός Μαΐστορος , Αναστασίου Σπανέλη
Από μικρός, χάρη στον πατέρα του, αγάπησε τα ξύλινα σκαριά. Όποτε το σκαφίδι τους έρχονταν στον Πειραιά, ήταν χαρά του να επιβιβαστεί σε αυτό και να εκτελεί χρέη μούτσου ή φύλακα δίνοντας την ευκαιρία να βγούνε οι άλλοι έξω. Με αυτό τον τρόπο, ήλθε σε επαφή με σκάφη , άρμενα , αρματωσιές , πανιά και εξαρτήσεις. Πόνεσε και αγάπησε το αρμυρό ξύλο το ποτισμένο με ιδρώτα και δάκρυ. Έκανε σκοπό ζωής να σκαρώνει κάθε λογής και μορφής καΐκια για να τα γνωρίσουν οι γενιές που ακολουθούν. Η αρχή έγινε το 1990. Μέχρι σήμερα, έχει δώσει σχήμα στο όνειρο, σε καμιά σαρανταριά μικρό- ναυπηγήσεις. Αγαπημένοι τύποι του, «Βαρκαλάδες» - «Καραβόσκαρα» - «Περάματα» - «Τρεχαντήρια» και ότι άλλο έρθει στο νου του.
Ένα από τα σκαριά του κυρ Τάσου
Το π/κ '' ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ''
Παλιοί «σαβουραντζίδες» όλοι τους. Άνθρωποι θεόρατοι και χεροδύναμοι. Με την οικογενειακή τους «μαούνα» κουβάλαγαν άμμο από το Φάληρο στον Πειραιά για τις ανάγκες οικοδόμησης του Ηλεκτρικού Σταθμού ! Μαζί τους, με άλλη μαούνα, και οι «καρντάσηδες » οι Εγκλεζονησιώτες, φίλοι, μα ποιο πολύ αδέλφια. Μόνο ο ύπνος τους χώριζε. Στο τέλος της κοπιαστικής ημέρας, πριν πούνε καληνύχτα, έπρεπε να πάνε να σηκώσουν μια παλιά άγκυρα πολεμικού πλοίου, κάπου παρατημένη στο Πασαλιμάνι. Όποιος την ύψωνε περισσότερο …….. κέρναγε τα ούζα ! Μα είχε και καμάρωνε. Σήμερα ήταν αυτός ο νικητής ! Ο ποιο γερός! Ήταν ο πρώτος του σιναφιού.
Κωνσταντής Μπουσσές (Λαγός) ή Άγαρμπος
Καμάρι και τιμή του ως την επόμενη κόντρα. Ασυναγώνιστος ο γέρο Κωνσταντής Παντελή Μπουσσές ή «Λαγός», γνωστότερος και σαν «άγαρμπος». Οι ιστορίες και τα κατορθώματα, αυτού του καλοκάγαθου γελαστού γίγαντα, απίστευτες. Βλέποντας το μοντέλο της «περαμάτας», όλα αυτά, μονομιάς ξύπνησαν μέσα μου, μετά από λήθαργο πολλών δεκαετιών.
Ο κυρ Τάσος, σκαρώνοντας ένα ΄΄ Όνειρο ΄΄
Ζήτησα να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο που «σκάρωνε όνειρα». Όταν τον πρωτοείδα και πάλι ένοιωσα ένα ξάφνιασμα. Ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος «καϊκτσή» της άσπρης θάλασσας ! Δε ξέρω γιατί, αλλά όλοι οι ξεχωριστοί άνθρωποι που απάντησα στη ζωή μου, ήταν ποιο κοντοί και από τους κοντούς. Το «ουκ εν τω πολλώ το ευ», στην περίπτωση μου φαίνεται αληθοφανές . Ένας ταπεινός, ζεστός άνθρωπος με το «Λαγκαδούσικο κασκέτο ή Μαρσιγιέζικο σκουφί» στην κεφαλή. Αυτό το καπέλο, έκανε να ξεχωρίζουν οι «καϊκτσήδες» από τους στεριανούς. Ποιος να τολμούσε να φορέσει το «σήμα κατατεθέν» του νησιώτη ακτοπλόου ναυτεργάτη;
Ήταν αδιανόητο! Σήμερα, αυτό το ναυτικό κασκέτο, «Made in China», το πουλούν σαν φολκλορικό είδος για να φορέσει ο κάθε αδαής τουρίστας! Με τις πρώτες μας κουβέντες, από την προφορά του, μάντεψα τους τόπους καταγωγής του. Ο «Ναυπηγός ονείρων» ή Αναστάσιος Σπανέλης, γεννήθηκε στο «Κουτσουκάρι». Τον σημερινό Δήμο Κορυδαλλού, το 1934. Ο πατέρας του Θοδωρής, γέννημα θρέμμα Εγκλεζονησιώτης με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Η Μητέρα του Κυριακή, κράμα Μικρασιατο – Χιώτικο. Μια ζωή κυνηγημένοι και ξορισμένοι από τις προαιώνιες πατρογονικές εστίες. Φυγάδες το 1912, πήγαν στη Λέσβο. Γύρισαν στο Εγκλεζονήσι το οποίο ήταν η αρχαία ελληνική νήσος Δρυμούσα, που βρίσκεται στον κόλπο της Σμύρνης, απέναντι από την αρχαία ιωνική πόλη Κλαζομενές. Έφτιαξαν ασβεστοκάμινα, μετάφεραν και πωλούσαν τον ασβέστη με τα δικά τους καΐκια. Χρόνοι ταραγμένοι. Φυγάδες για πάντα το 1922. Άφησαν πίσω τους τις αλησμόνητες πατρίδες. Στην αρχή πήγαν στο Βόλο, μετά στέριωσαν στον Πειραιά, στην Δραπετσώνα, όπου τους γνώρισαν σαν «Τζουγανάκια». Με το οικογενειακό τους καΐκι «Ταξιάρχης», εδώ έγιναν σαβουρατζίδες. Ό κυρ Τάσος, από δωδεκάχρονο παιδάκι, στη βιοπάλη. Άρχισε να εργάζεται στη Βιομηχανική μονάδα του ΑΞΕΛΟΥ, στον Άγιο Διονύση. Ναι υπήρχε και τέτοια ενασχόληση στην πατρίδα μας. Πέραν αυτού, οι Βιομηχανίες του ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ και του ΜΑΡΚΩΤΣΗ, παρήγαν Μηχανές Θαλάσσης.
Δια χειρός Μαΐστορος , Αναστασίου Σπανέλη
Από μικρός, χάρη στον πατέρα του, αγάπησε τα ξύλινα σκαριά. Όποτε το σκαφίδι τους έρχονταν στον Πειραιά, ήταν χαρά του να επιβιβαστεί σε αυτό και να εκτελεί χρέη μούτσου ή φύλακα δίνοντας την ευκαιρία να βγούνε οι άλλοι έξω. Με αυτό τον τρόπο, ήλθε σε επαφή με σκάφη , άρμενα , αρματωσιές , πανιά και εξαρτήσεις. Πόνεσε και αγάπησε το αρμυρό ξύλο το ποτισμένο με ιδρώτα και δάκρυ. Έκανε σκοπό ζωής να σκαρώνει κάθε λογής και μορφής καΐκια για να τα γνωρίσουν οι γενιές που ακολουθούν. Η αρχή έγινε το 1990. Μέχρι σήμερα, έχει δώσει σχήμα στο όνειρο, σε καμιά σαρανταριά μικρό- ναυπηγήσεις. Αγαπημένοι τύποι του, «Βαρκαλάδες» - «Καραβόσκαρα» - «Περάματα» - «Τρεχαντήρια» και ότι άλλο έρθει στο νου του.
Ένα από τα σκαριά του κυρ Τάσου
Η ονοματολογία των σκαριών
του πηγάζει από τα πλοία της οικογένειας
του. «ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ», (βούλιαξε στην Κόρινθο).
«ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ». «ΑΝΝΑ» . «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ» . «ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ»,( βούλιαξε στην
ΤΖΕΝΤΑ της Σαουδικής Αραβίας). «ΕΓΚΛΕΖΟΝΗΣΙ». «ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ », του προπάππου του Φατσή . Αυτό που
κάνει να ξεχωρίζουν τα σκαριά του κυρ Τάσου, από τα έργα άλλων πανάξιων μικρό –
ναυπηγών, είναι ή αθώα απεικόνιση της πραγματικότητας, στη φόρμα του λαϊκού
τεχνίτη.
Αυτή η χωρίς σκέψη και
υπολογισμούς, αφτιασίδωτη απλότητα. Δεν προσπαθεί να φτάσει στο αλάνθαστα τέλειο.
Τα ξύλα που χρησιμοποιεί για το «πέτσωμα» ή το «κατάστρωμα» είναι αδρά και όχι
λεία. Όμως είναι λεπτολόγος με τις αρματωσιές τα δεσίματα , τους ναυτικούς
κόμπους και τα εξαρτήματα της ιστιοφορίας. Σχολαστικός στη λεπτομέρεια και τη
παράδοση. Προσεκτικός στις αναλογίες . Λογοδοτεί
στον εαυτό του και δεν εφαρμόζει το «πολλοί
θα το δουν λίγοι θα καταλάβουν».
Απορροφόμουν ώρες, χαζεύοντας τα δημιουργήματα του…… ξεχνιόμουν, μεταφερόμουν σε άλλη διάσταση. Σαλπάριζα, αρμένιζα και χανόμουν στους ορίζοντες του ονείρου μου. Ξαναγινόμουν πρωτόμπαρκο αμούστακο τζόβενο και έτρεχα ξυπόλυτος στη βρεγμένη κουβέρτα για να φερμάρω τις «ξαρτόριζες» να «μουδάρω» τη « ράντα» ή να «μαϊνάρω» το «φλόκο» . Η μη εκλεπτυσμένη «πιστή αναπαράσταση», αυτό είναι το μυστικό του λαϊκού τεχνίτη. Αλλά δεν περιορίζετε μόνο εδώ. Όντας μια ζωή μηχανουργός. Έφτιαξε στον τόρνο περίτεχνους μεταλλικούς φάρους πάνω σε νησίδες με βράχους και κύματα. Κατασκευές με καράβια να διασχίζουν θάλασσες και τόσα άλλα ονειρικά πράγματα. Όταν εκλέχθηκα πρόεδρος του ΝΑΥ.ΣΥ.ΚΟ. ο κυρ Τάσος μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήθελε τα σκαριά του να μείνουν στον Κορυδαλλό. Πέρασε αρκετός καιρός χωρίς καμιά πρόοδο εξεύρεσης στέγης. Κάποια στιγμή ζήτησα από τον Δήμαρχο Κορυδαλλού, να βρεθεί ένας χώρος για να λειτουργήσει σαν « Μουσείο Ομοιωμάτων Ξύλινων Σκαφών». Παρά τη θετική απάντηση του κ. Γρηγόρη Κασιμάτη, ήταν πολύ αργά .
Απορροφόμουν ώρες, χαζεύοντας τα δημιουργήματα του…… ξεχνιόμουν, μεταφερόμουν σε άλλη διάσταση. Σαλπάριζα, αρμένιζα και χανόμουν στους ορίζοντες του ονείρου μου. Ξαναγινόμουν πρωτόμπαρκο αμούστακο τζόβενο και έτρεχα ξυπόλυτος στη βρεγμένη κουβέρτα για να φερμάρω τις «ξαρτόριζες» να «μουδάρω» τη « ράντα» ή να «μαϊνάρω» το «φλόκο» . Η μη εκλεπτυσμένη «πιστή αναπαράσταση», αυτό είναι το μυστικό του λαϊκού τεχνίτη. Αλλά δεν περιορίζετε μόνο εδώ. Όντας μια ζωή μηχανουργός. Έφτιαξε στον τόρνο περίτεχνους μεταλλικούς φάρους πάνω σε νησίδες με βράχους και κύματα. Κατασκευές με καράβια να διασχίζουν θάλασσες και τόσα άλλα ονειρικά πράγματα. Όταν εκλέχθηκα πρόεδρος του ΝΑΥ.ΣΥ.ΚΟ. ο κυρ Τάσος μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήθελε τα σκαριά του να μείνουν στον Κορυδαλλό. Πέρασε αρκετός καιρός χωρίς καμιά πρόοδο εξεύρεσης στέγης. Κάποια στιγμή ζήτησα από τον Δήμαρχο Κορυδαλλού, να βρεθεί ένας χώρος για να λειτουργήσει σαν « Μουσείο Ομοιωμάτων Ξύλινων Σκαφών». Παρά τη θετική απάντηση του κ. Γρηγόρη Κασιμάτη, ήταν πολύ αργά .
Ο κύριος όγκος της συλλογής του Τάσου Σπανέλη,
είχε βρει φιλόξενη στέγη στην πόλη και στο λιμάνι της Καβάλας, όπου ζει ό ένας
από τους τρεις γιούς του. Οι ιθύνοντες
της γραφικής πόλης, πρωτοστατούντος του εκδότη κ. Θεόδωρου Α. Σπανέλη, κατάλαβαν με μιας τον
θησαυρό που ανέλπιστα ήλθε στα χέρια τους. Περιέβαλαν με αγάπη το φτιαγμένο με
μεράκι έργο του ταπεινού Κορυδαλλιώτη. Προ
ετών, από τις 24/7 έως την 2/8/2009 σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο , στην παραλία
της Καβάλας, το Ναυτικό Μουσείο της πόλης
μαζί με τις εκδόσεις «ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ» και συνδιοργανωτές τους : Υπουργ. Μακεδονίας – Θράκης - Περιφέρεια . Μ. Θ - Νομαρχ. Αυτοδιοίκηση Καβάλας - Τ.Ε.Δ.Κ – Δήμος Χρυσούπολης – Επιμελητήριο
Καβάλας και Ο.Λ.Κ. με μια λαμπρή
εκδήλωση παρουσίασαν τα σκαριά του κυρ Τάσου. Παράλληλα το χορευτικό τμήμα του
Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας με νησιώτικους σκοπούς και τραγούδια έδινε μια
πανηγυρική όψη στην όλη εκδήλωση. Ήταν κατά ένα τρόπο η δικαίωση του αγνού
λαϊκού τεχνίτη . Του ανθρώπου που σκάρωνε πλεούμενα δωματίου χωρίς να περιμένει
τίποτε. Μεγάλες δημιουργίες ενός ακόμα
άγνωστου απλού ανθρώπου της διπλανής μας
πόρτας .
Μιχάλης Γ. Καριάμης
Πλοίαρχος Ε.Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου